- ἀποροῖ
- ἀφοράωlook away frompres opt act 3rd sg (ionic)ἀπορέωpres opt act 3rd sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἄποροι — ἄπορος without passage masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
недооумѣньныи — (6*) пр. Непостижимый, непонятный; тайный: и вразумѣ многоплодье д҃ха. недоѹменьно имущи. (διοπυρον!) ГБ XIV, 72г; то бо растерза завѣсу. и обнажи ст҃а˫а ст҃хъ. недоѹменьна неразумны(м) покровена. (ἀπόρρητα) Там же, 76в; еже свыше б҃и˫а стро˫а… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
άπορος — η, ο (AM ἄπορος, ον) [πόρος] φτωχός, ενδεής μσν. νεοελλ. 1. δυστυχισμένος, άθλιος 2. κακός, ανάξιος 3. (για κάστρο ή μοναστήρι) άδειος αρχ. μσν. 1. (για τόπο) δύσβατος, αδιάβατος 2. (για καταστάσεις) πολύ δύσκολος 3. το ουδ. ως ουσ. τό ἄπορον η… … Dictionary of Greek
δαπάνη — Όρος στην οικονομία, που δηλώνει τις διάφορες μορφές με τις οποίες τα άτομα, οι επιχειρήσεις και οι δημόσιοι οργανισμοί χρησιμοποιούν τα εισοδήματα που διαθέτουν. Ανάλογα με τα αγαθά που αποκτώνται, οι δ. διακρίνονται σε δ. κατανάλωσης, οι οποίες … Dictionary of Greek
υπερτείνω — Α [τείνω] 1. εκτείνω, απλώνω κάτι πάνω από κάτι άλλο («σκιὰν ὑπερτείνουσα σειρίου κυνός», Αισχύλ.) 2. τεντώνω κάτι σε μεγάλο βαθμό, τό παρατεντώνω («μέτριος ἐν τῷ μετρίῳ τὴν τιμωρίαν ὑπερέτεινεν», Πλούτ.) 3. (αμτβ.) α) εκτείνομαι από πάνω β)… … Dictionary of Greek
φοιτητικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φοίτηση ή στον φοιτητή (α. «φοιτητικό εισιτήριο» β. «φοιτητικά χρόνια») 2. αυτός που αρμόζει σε φοιτητή ή αυτός που γίνεται από φοιτητή (α. «φοιτητική ζωή» β. «φοιτητική συγκέντρωση» γ. «φοιτητικό… … Dictionary of Greek
χήρα — η, ΝΜΑ, και επικ. και ιων. τ. χήρη Α 1. γυναίκα που έχει χάσει τον σύζυγό της και παραμένει άγαμη (α. «ήτο έρημος και χήρα», Παπαδ. β. «οὐ παρθένον, ἀλλὰ χήραν», Πλούτ.) 2. στον πληθ. οἱ χήρες και αίχῆραι εκκλ. τάξη αφιερωμένων στη διακονία τής… … Dictionary of Greek
ευεργέτες, εθνικοί — Ονομάζονται ε.ε. εκείνοι οι εύποροι Έλληνες, οι οποίοι από την Άλωση της Κωνσταντινούπολης και μετά δαπάνησαν ή κληροδότησαν το σύνολο ή μεγάλο μέρος της περιουσίας τους για κοινωφελείς σκοπούς, συμβάλλοντας έτσι σημαντικά στην πνευματική… … Dictionary of Greek
Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… … Dictionary of Greek
Μουράτης, Ιωάννης — (19oς αι.). Εθνικός ευεργέτης. Έζησε στην Ουγγαρία, όπου ασχολήθηκε με το εμπόριο και απέκτησε τεράστια περιουσία. Από τη χώρα αυτή έστελνε κάθε τόσο στην πατρίδα του την Κοζάνη, χρηματικά ποσά για να ενισχύσει άπορες οικογένειες, τα σχολεία της… … Dictionary of Greek